κατάχυσμ'

κατάχυσμ'
κατάχυσμα , κατάχυσμα
that which is poured over
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατάχυσμα — κατάχυσμα, τὸ (Α) [καταχέω] 1. είδος ζωμού, σάλτσας, που έχυναν πάνω στα φαγητά ως καρύκευμα («καὶ τρίψαντες κατάχυσμ ἕτερον γλυκὺ καὶ λιπαρόν», Αριστοφ.) 2. στον πληθ. τὰ καταχυσματα ξηροί καρποί, ανακατωμένοι, με τους οποίους έρραιναν τους… …   Dictionary of Greek

  • κατασκεδάννυμι — και κατασκεδαννύω και κατασκεδάζω (Α) 1. διασκορπίζω, διασπείρω 2. χύνω πάνω σε κάτι, ραντίζω («κατάχυσμ ἕτερον γλυκὺ καὶ λιπαρόν, κἄπειτα κατεσκέδασαν θερμόν», Αριστοφ.) 3. διαδίδω φήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκεδάννυμι «διασκορπίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”